ΜΕΡΟΣ Β’

Η διαδικασία της έψησης του Αγίου Μύρου λαμβάνει χώρα κάθε δέκα χρόνια στο Κουβούκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι. Οι Μυρεψοί, δηλαδή οι ειδικοί επιστήμονες που αναλαμβάνουν το ιερό αυτό καθήκον ακολουθούν με ευλαβική προσήλωση τα βήματα της διαδικασίας της έψησης που πραγματοποιείται από την Κυριακή των Βαΐων έως την Μεγάλη Πέμπτη. Με την επίβλεψη του Άρχοντα Μυρεψού ολοκληρώνεται η διαδικασία και το Άγιο Μύρο είναι έτοιμο προς αποστολή στις απανταχού Ορθόδοξες Μητροπόλεις.

Η ανάγκη χρήσης του Άγιου Μύρου διαδόθηκε παράλληλα με τον Χριστιανισμό και αποτέλεσε πρακτική αναγκαιότητα. Όσο οι ίδιοι οι Απόστολοι πραγματοποιούσαν το Βάπτισμα των πιστών, το χρίσμα με Άγιο Έλαιο δεν είχε καθιερωθεί. Όμως η ταχύτατη και ευρύτατη διάδοση της νέας θρησκείας απαιτούσε ένα μέσο χρίσματος που θα επικύρωνε την είσοδο των νεοφώτιστων στην χριστιανική εκκλησία. Έως τον 4ο αιώνα το Άγιον Μύρον ήταν απλό αγιασμένο έλαιο, ενώ στη συνέχεια η προσθήκη νέων συστατικών άλλαξε τη σύσταση και την αρωματική του απόδοση. Στην Ελλάδα η παράδοση στη μυρεψική τέχνη ήταν αρχαία, όπως μαρτυρά η χρήση των αρωματικών ελαίων στην Οδύσσεια του Ομήρου, αλλά και στα έργα του Πλίνιου και του Θεόφραστου. Η συνέχεια της στη βυζαντινή χριστιανική λατρεία συνέβαλε στον εμπλουτισμό των εκκλησιαστικών παραδόσεων και στη διάσωση των αρχαίων τεχνικών και συνταγών.

Οι ρίζες των παραδόσεων που σχετίζονται με την διαδικασία της έψησης του Άγιου Μύρου χάνονται στα βάθη των αιώνων με αφετηρία το βιβλίο της Εξόδου (Έξοδος λ΄ 22-25) και την αναφορά στην εντολή παρασκευής «ελαίου χρίσματος αγίου» που δόθηκε από το Θεό προς τον Μωυσή. Με την πάροδο των αιώνων τα συστατικά- φυτικής και ζωικής προέλευσης- εμπλουτίστηκαν συμβολίζοντας το πλήθος των χαρισμάτων και των αρετών του Αγίου Πνεύματος. Αν και η βάση της προαιώνιας συνταγής παραμένει ίδια με το ελαιόλαδο (έλαιον καθαρόν), τον  ξηρό κόκκινο κρασί (οίνος στίφων μέλας), το ροδόνερο- που παρασκευάζεται αποκλειστικά γι’ αυτό τον σκοπό από το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας- και το ανθόνερο να αποτελούν τον βασικό πυρήνα του, εντούτοις προστίθενται ακόμα πολλά και σπάνια συστατικά που καταφτάνουν στο Πατριαρχείο από μακρινά σημεία του πλανήτη.

Η παλαιότερη συνταγή έψησης χρονολογείται τον 8ο αιώνα και περιλαμβάνεται στον Βαρβερινό Κώδικα 336, που είναι το αρχαιότερο και μοναδικό χειρόγραφο του Βυζαντινού Ευχολογίου, όπου καταγράφεται λεπτομερώς το τυπικό της Θείας Λατρείας και η λειτουργική παράδοση κατά το βυζαντινό πρότυπο. Στο κείμενο αυτό το Άγιο Μύρο παρασκευάζεται με 13 συστατικά. Έκτοτε ο αριθμός των συστατικών γνώριζε αυξομειώσεις. Το 1951 επί Πατριάρχου Αθηναγόρα οριστικοποιήθηκαν τα συστατικά παρασκευής σε 57 μαζί με το έλαιο και τον οίνο, ενώ σύμφωνα με την παράδοση δεν αποκαλύπτονται όλα στους πιστούς. Κάποια συστατικά σύμφωνα πάντα με αυτή τη δοξασία κρατούνται μυστικά από τον εκάστοτε Πατριάρχη.

Ιδιαίτερης σπανιότητας είναι τα συστατικά άμπαρι (γαλλ. amber gris) και μόσχος(λατ. Moschus moschiferus) και τα δύο ζωικής προέλευσης. Η ονομασία ‘άμπαρι’ αναφέρεται πρώτη φορά από τον Ρήγα Βελεστινλή στο έργο του Φυσικής Απάνθισμα (Βιέννη, 1790, ενώ την ίδια περίπου εποχή ο Άνθιμος Γαζής χρησιμοποιεί τον αραβικής προέλευσης όρο ‘άμβρα’ για αυτό το συστατικό. Πρόκειται για μια κηρώδη ουσία που συσσωρεύεται στο έντερο της φάλαινας φυσητήρα (λατ. Physeter macrocephalus) και αποβάλλεται στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της πέψης. Η ουσία αυτή επιπλέει στη επιφάνεια της θάλασσας και δέχεται μια ζύμωση με το αλάτι που, όταν χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, συμβάλλει στην μεγαλύτερη διάχυση και διατήρηση του αρώματος. Κατά την Αναγέννηση το άμπαρι χρησιμοποιήθηκε από τα καλύτερα εργαστήρια αρωματοποιίας της Φλωρεντίας και του Παρισιού.  Εκτός από τον σπάνιο αυτό θησαυρό της θάλασσας εξίσου σημαντικός και δυσεύρετος για την παρασκευή του Αγίου Μύρου είναι ο μόσχος (αγγλ. musk). Πρόκειται για παράγωγο των αδένων των αρσενικών μοσχοδορκάδων, ένα είδος φερομόνων, που προσδίδει μια ιδιαίτερη ένταση στα αρωματικά παρασκευάσματα. Τα ζαρκάδια αυτά ζουν στην κεντρική Ασία και για το Αγιο Μύρο χρησιμοποιείται το έκκριμα του Θιβετιανού Μόσχου.

Από την Κρήτη καταφτάνει στο Πατριαρχείο το πιο αγνό ελαιόλαδο και από τη Χίο το μοναδικό στον κόσμο και εξαιρετικά αρωματικό δάκρυ της μαστίχας, όπως και σαφράν από την Κοζάνη. Συνολικά στα 57 συστατικά περιλαμβάνονται:

  • έλαιον καθαρόν, οίνος στίφων μέλας, ανθόνερον, ροδόσταμον,
  • μαστίχη καθαρή, μετζουβί ή κόμμι ευώδες, άμωμον, ξυλαλόη μαβέρτη, πέπερι μακρό, κάρυα αρωματικά,
  • φύλλος ινδικός, ξυλοκασία ήτοι αγγέλικα Βοεμίας, στύραξ υγρά, σμύρνα καθαρά, πέπερις, εχινάνθη,
  • ξυλοβάλσαμον, άκορος ή κάλαμος ευώδης, ίρις φλωρεντινή, βάκχαρις ή αντ’ αυτής εμπερατόρια (σαφράν),
  • αριστολοχία βέρα, καρποβάλσαμον, κύπερις, μυρισινόκοκκα, νάρδος κελτική, κασσία μέλαινα ή αντ’ αυτής κασκαρίλια όπερ εστί φλοιός αμπάρεως, βάλανος μυρεψική, καρδάμωμον μικρόν, καρυόφυλλα,
  • κιννάμωμον, άσσαρον βέρον, μάκερος Ολλάνδας, τερέβινθος βενετική, ρετσίνη λευκή, μυροβάλανον , σάμψυχος ή μαντζουράνα, λάδανος , στάχυς νάρδου ινδικού, λίβανος λευκός,
  • ζιγγίβερις λευκή, ζαρνάβας, τύλλις, ελένιον. Μετά την έψηση προστίθενται έλαιον κινναμώμου σειλάνικον,
  • έλαιον καρυοφύλλων, μοσχοκαρυδέλαιον Ολλάνδας πηκτόν, βάλσαμον Μέκκας ήτοι βαλσαμέλαιον, ροδέλαιον ή έλαιον τριανταφύλλου,
  • έλαιον μάκερις, έλαιον κίτρου, έλαιον καρποβαλσάμου, έλαιον σαμψύχου, έλαιον δάφνης, έλαιον δενδρολιβάνου, έλαιον νάρδου ή λεβάντας, μόσχος ινδικός και άμπαρι.

Το Σάββατο του Λαζάρου όλα τα υλικά συγκεντρώνονται στο χώρο παρασκευής, ενώ τα σπανιότερα από αυτά υπάρχουν σε απόθεμα που ανανεώνεται όταν βρεθούν  οι ανάλογες προμήθειες. Την Κυριακή των Βαΐων ο Πατριάρχης ευλογεί τους μυρεψούς «όπως μετ’ επιμελείας και συνέσεως επιτελέσουν το ιερόν των έργον». Τη Μ. Δευτέρα το πρωί πραγματοποιείται αγιασμός των υλικών, των δοχείων και όλων των σκευών που θα χρησιμοποιηθούν κατά την έψηση. Έπειτα ο Πατριάρχης ανάβει τους λέβητες βάζοντας φωτιά στα προσανάμματα που αποτελούνται από κατεστραμμένες εικόνες, άχρηστα εκκλησιαστικά έγγραφα, κατεστραμμένα εκκλησιαστικά σκεύη, σπασμένα ξύλα των ναών και ο,τι άλλο είναι χρήσιμο στην πυράκτωση των λεβήτων.  Τη Μ. Τρίτη η διαδικασία της έψησης προχωρά με παράλληλη ανάγνωση περικοπών του Ευαγγελίου, ενώ σύμφωνα με μια παλιά παράδοση οι πιστοί που προσέρχονται μπορούν να ανακατέψουν το Άγιο Μύρο ως πράξη ευλογίας. Τη Μ. Τετάρτη η παρασκευή του Αγίου Μύρου ολοκληρώνεται με το ιερό ευχέλαιο. Αφού φιλτραριστεί το Άγιο Μύρο περνά στην τελική φάση της διαδικασίας που είναι η πλήρωση των αργυρών και αλαβάστρινων αμφορέων. Τη Μ. Πέμπτη με λιτανεία οι αμφορείς μεταφέρονται στον Πατριαρχικό ναό, όπου ο Πατριάρχης θα προσευχηθεί γονατιστός να «καταπέμψει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπὶ τούτου τὸ Μύρον καὶ ποιήσει αὐτὸ χρίσμα Μύρον ἀγαλλιάσεως Πνεύματος Ἁγίου». Τέλος, αφού ευλογηθούν τρείς φορές οι αμφορείς σφραγίζονται και μεταφέρονται στο Μυροφυλάκιο από όπου θα ταξιδέψουν σε όλο τον κόσμο ως το πιο αγνό απόσταγμα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ ΒΟΡΔΟΥ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

[email protected]