Αναδημοσίευση από αφιέρωμα της εφημερίδας “Καθημερινή”
Από τα φιστικοχώραφα και τους αρχαίους θησαυρούς των Μεγάρων, στο πευκοδάσος του Αλεποχωρίου, στα ταβερνάκια της Ψάθας και στα κοκτέιλ του Σχίνου.
Ήταν τέλη Φεβρουαρίου, λίγο πριν από το ξέσπασμα του κορωνοϊού, όταν δύο Αγγλίδες φίλες από την Οξφόρδη ήρθαν στην Ελλάδα και τις φιλοξένησα σπίτι μου. Τρεις μέρες έμειναν στην Αθήνα η Helen και η Vicki, και δεν σταμάτησαν τις βόλτες. Έκαναν το καθιερωμένο τουριστικό προσκύνημα σε Ακρόπολη και Πλάκα, πήγαν για καφέ στο Πασαλιμάνι, για σουβλάκι στο Μοναστηράκι, για βραδινή τσάρκα στο Γκάζι. Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, τις ρώτησα τι τους άρεσε περισσότερο απ’ ό,τι είχαν δει. Δεν ήταν το ιστορικό κέντρο, ούτε ο γοητευτικός Πειραιάς, αλλά τα Μέγαρα, το Αλεποχώρι και η Ψάθα, δηλαδή τα μέρη που είδαν στη μονοήμερη εκδρομή που κάναμε εκτός πρωτεύουσας.
Η μεγάλη, άνετη παραλία της Ψάθας. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΪΚΟΣ)
Ξαναέκανα αυτή την εκδρομή πριν από λίγες μέρες και θα έρθω να συμφωνήσω μαζί τους. Γιατί, πράγματι, σε απόσταση μίας ώρας από την Αθήνα υπάρχει ένας διαφορετικός προορισμός που σου προσφέρει πέντε –όχι 505– πράγματα και καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις πλήρης. Ένα μέρος αυθεντικό, που δεν προσπαθεί να δείξει ότι είναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Δεν είναι Μύκονος, ούτε Κόστα Αμαλφιτάνα η περιοχή γύρω από τα Μέγαρα και, ευτυχώς, γιατί δεν ξέρω αν στη Μύκονο ή στην Κόστα Αμαλφιτάνα μπορεί κανείς τέτοια εποχή, τέλη Ιουλίου, να δει τις ρόδινες ανταύγειες των φιστικόδεντρων να γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο. Γεμάτη φιστικοχώραφα είναι η δυτική Αττική, με τους καρπούς να μην είναι ακόμα έτοιμοι για συγκομιδή (συνήθως, η σοδειά μαζεύεται τέλη Αυγούστου), αλλά με τα φιστίκια να σχηματίζουν ονειρικά μπουκέτα πάνω στα κλαδιά των δέντρων. Έχει τύχει να τα δείτε ποτέ; Είναι από τα πιο παράξενα πράγματα που μπορεί να αντικρίσει ένας μπαρόβιος, ο οποίος έχει συνηθίσει τον καρπό του φιστικιού σερβιρισμένο σε μπολάκι να συνοδεύει το ποτό του.
Μέγαρα Αττικής: Η έκπληξη
Την καταευχαριστήθηκα τη στάση στις φιστικιές, και συνέχισα προς τα Μέγαρα, που έχουν επισκιαστεί από τη λαμπερή Αθήνα, αλλά που κι αυτά κρύβουν τη δική τους, τεράστια ιστορία. Η περιοχή κατοικείται από τα νεολιθικά χρόνια. Στην πορεία του χρόνου καταλήφθηκε από Δωριείς, εξελίχθηκε σε ναυτική δύναμη, γέννησε σπουδαίους κωμωδιογράφους, με κορυφαίο τον Σουσαρίωνα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον μύθο, οι Μεγαρείς εκστράτευσαν στον Βόσπορο, υπό τις οδηγίες του Βύζαντα, και ίδρυσαν μία πόλη προς τιμήν του: το Βυζάντιο. Με μια πρώτη ματιά, βέβαια, δεν μπορείς να αντιληφθείς τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί, φτάνοντας στα Μέγαρα, αυτό που αντικρίζεις είναι ένας μικρός οικισμός με ανηφόρες, πλακόστρωτα στενά, λευκά λαϊκά σπίτια της μιας κάμαρας και παράταιρες πολυκατοικίες με κίονες-ρέπλικες. Μια πόλη-χωριό, το οποίο, λόγω ζέστης, είναι σαν να έχει βυθιστεί σε παρατεταμένη σιέστα.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων βρίσκεται μπροστά από ένα σπήλαιο όπου πιθανολογείται ότι λατρευόταν η θεά Δήμητρα. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΪΚΟΣ)
Ανυπόφορη η ζέστη, δεν σε αφήνει να σταθείς πολλή ώρα έξω. Μετά από μια γρήγορη βόλτα στην Κρήνη του Θεαγένους (υδραγωγείο του 5ου αιώνα π.Χ.), που αγκαλιάζεται από τα νεότερα μεγαρείτικα κτίσματα, όπως αγκαλιάζεται μια γιαγιά από τα εγγόνια της, βρίσκω καταφύγιο στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα κίτρινο νεοκλασικό του 1873, χτισμένο μπροστά από ένα σπήλαιο όπου πιθανολογείται ότι λατρευόταν η θεά Δήμητρα. Η παρουσία της οποίας στις προθήκες του Μουσείου είναι έντονη, με πήλινα ειδώλια να την αναπαριστούν σε προτομές ή καθιστή σε θρόνο. Και υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα, όπως μια υδρορροή του 4ου αιώνα π.Χ., που ανήκε σε μεγάλο δημόσιο κτίριο και έχει σχήμα λεοντοκεφαλής, και ένα μισοκαμένο αναθηματικό ανάγλυφο, επίσης του 4ου αιώνα π.Χ., με τις Τρεις Χάριτες (Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια) να εμφανίζονται μπαρουτοκαπνισμένες. Απ’ όλες τις εικόνες που είδα στο μουσείο, πάντως, αυτή που δεν θα ξεχάσω είναι η γυναίκα στην αυλή, που είχε μια λεκάνη ακουμπισμένη στα πόδια της και καθάριζε θραύσματα με μια οδοντόβουρτσα. Οι κινήσεις της πάνω στα σπασμένα αντικείμενα ήταν τρυφερές σαν χάδι.
Αλεποχώρι-Ψάθα-Σχίνος: Βουτιές
Από τα Μέγαρα, το παραλιακό μέτωπο του Κορινθιακού δεν απέχει παρά μισή ώρα. Φανταστείτε το κάπως έτσι: ένα τεράστιο, παρθένο πευκοδάσος που αγκαλιάζει τη θάλασσα. Η εικόνα δεν αλλάζει πολύ είτε βρεθείς στο Αλεποχώρι, είτε στην Ψάθα, είτε στη Μαυρολίμνη, με τα αραγμένα σκάφη και τους μανιώδεις ψαράδες που περιμένουν με αγωνία την τσιμπιά. Το τοπίο είναι παρεμφερές, με πυκνές συστάδες πεύκων πάνω από βοτσαλωτές παραλίες και δροσερά πρασινογάλαζα νερά. Αγγιγμένος από έναν μερακλή θεό ο τόπος, αλλά, δυστυχώς, αρκετά κακοποιημένος από τον άνθρωπο, με κυριότερα προβλήματα το κακό οδικό δίκτυο και τα σκουπίδια.
Mία από τις παραλίες που θα συναντήσετε στη διαδρομή από Μαυρολίμνη προς Σχίνο. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΪΚΟΣ)
Κεντρικός οικισμός είναι το Αλεποχώρι, με διάφορα παραλιακά μαγαζιά, όπως είναι το όμορφο καφέ «Πυξίδα», που έχει μια μικρή παιδική χαρά και ομπρέλες πάνω στη θάλασσα. Προσωπικά, περισσότερο μου αρέσει η παραλία της Ψάθας (προς Πόρτο Γερμενό), τεράστια σε μέγεθος, με εξαιρετικά βαθύσκιωτα δέντρα (ας τα πούμε «καβάτζες», γιατί αυτό είναι, όποιος καταφέρει να ταμπουρωθεί κάτω από τα φυλλώματά τους αποτελεί αντικείμενο φθόνου όλης της παραλίας). Πέρα από μπάνιο, στην Ψάθα απολαμβάνεις και καλό φαΐ σε διάφορα ταβερνάκια, όπως είναι το «Λιμανάκι της Ψάθας», ένα στέκι για όσους αγαπούν την ψαροφαγία, «την τσιπούρα, το φαγκρί και τον τσαούση», που είναι «ξάδελφος του φαγκριού», όπως περιγράφει εύγλωττα ένας σερβιτόρος.
Το beach bar «Cariocas» στον Σχίνο. (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΪΚΟΣ)
Από την άλλη πλευρά του Αλεποχωρίου (προς Λίμνη Βουλιαγμένης) είναι ο Σχίνος, όπου βρίσκεται ίσως το πιο γνωστό μπιτς μπαρ της ευρύτερης περιοχής, το «Cariocas». Αρχιτεκτονικά μιλώντας, είναι ένα ξύλινο υπερθέαμα με σκάλες, κρυφές γωνιές, θερινό κινηματογράφο, «μία παιδική χαρά για παιδιά και μεγάλους», όπως λέει και ο Πέτρος, ένας από τους ιδιοκτήτες. Το «Cariocas» φιλοξενεί πλείστα όσα καλοκαιρινά δρώμενα (προβολές ταινιών ή αγώνων, DJ sets, καραόκε) και σερβίρει κοκτέιλ με ονομασίες που τιμούν τα τοπωνύμια της περιοχής, όπως είναι το κοκτέιλ Schinos, με τεκίλα και σιρόπι τζίντζερ. Με ένα τέτοιο κοκτέιλ κλείνει το ταξιδάκι μου στη δυτική Αττική (και σε μια φετούλα της Κορινθίας, για να είμαστε ακριβείς). Το οποίο δεν θα μπορούσα παρά να πιω στην υγειά των δύο Αγγλίδων φιλοξενούμενων από την Οξφόρδη. Με οξύ ταξιδιωτικό κριτήριο, ήταν οι πρώτες που εκτίμησαν τη συγκεκριμένη εκδρομή, με έμαθαν να βλέπω μέσα από τα δικά τους μάτια αυτό που συχνά στην Αθήνα αντιμετωπίζουμε ως «πίσω αυλή μας», ως εκ τούτου να εκτιμήσω και να ευχαριστηθώ πολύ περισσότερο αυτή την «αυλή».