«Ο μαύρος δρόμος της Ελλάδας. Ολα είναι καμένα γύρω μου. Τα πεύκα, κάρβουνο. Οχι κάρβουνο, στάχτη. Το χώμα καπνίζει ακόμη. Πού και πού βλέπεις μια ελιά που αντιστάθηκε. Με φαγωμένο τον κορμό, αλλά με καρπούς στα φύλλα. Η φωτιά και ο άνεμος έπαιξαν πολλά παιγνίδια αυτές τις μέρες. Μπήκαν σε χωριά, “σκούπισαν” και έφυγαν χωρίς να αγγίξουν ούτε τις γλάστρες. Και σε άλλα χωριά, έμειναν και τα έκαψαν όλα. Εκεί κατευθύνομαι και εγώ. Στα χωριά της μεγάλης καταστροφής. Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει, στάχτες σαν νιφάδες χιονιού, “χορεύουν” παντού. Σύννεφα καπνού θαμπώνουν ακόμη και τον ήλιο».
Με αυτές τις εικόνες υποδέχθηκε η Ελλάδα το φθινόπωρο του 2007. Και αυτό που διαβάσατε είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις ανταποκρίσεις μου εκείνες τις ημέρες από τα καμένα χωριά στην Ηλεία. Εμεινα στην περιοχή τρεις μέρες. 63 άνθρωποι κάηκαν στα σπίτια τους ή στον δρόμο προσπαθώντας να διαφύγουν.
Οι ίδιες εικόνες και σήμερα στην Κορινθία. Αγία Σωτήρα, Βαμβακιές, Μαυρολίμνη, Αιγειρούσες, Αλεποχώρι, Γεράνεια όρη, όλα φωτιά και στάχτη. Ευτυχώς χωρίς ανθρώπινα θύματα. Αλλά με ανυπολόγιστη καταστροφή στο περιβάλλον, φανερή και από τους δορυφόρους.
Αναζητώ όμως στα ρεπορτάζ λίγο περισσότερα λόγια γι’ αυτόν που ξεκίνησε τη φωτιά στον Σχίνο της Κορινθίας. Πουθενά το όνομά του. Μόνο καρμπόν η φράση: «Η φωτιά ξεκίνησε από κάποιον που έκαιγε κλαδιά στον ελαιώνα του». Το ίδιο μου λέει και η Πυροσβεστική: «Εχουμε σοβαρότατες ενδείξεις ότι η φωτιά ξεκίνησε από καύση σε υπολείμματα καλλιεργειών».
Ενα περίπτερο αν τρακάρεις στην Κηφισίας, το όνομά σου και η φωτογραφία σου θα μπουν σε όλα τα σάιτ. Αν ήσουν μεθυσμένος, αν έπαιζες με το κινητό σου, αν πάτησες ή δεν πάτησες φρένο.
Και τώρα, 50.000 στρέμματα καμένα και ούτε μια λέξη για τον δράστη. Σαν να έχουμε συμβιβαστεί με τις φωτιές και να τις θεωρούμε κάτι σαν φυσικές καταστροφές. Κάτι σαν τους σεισμούς και τα τσουνάμι.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε με όλους αυτούς τους εμπρηστές της διπλανής πόρτας. Η γιαγιά που έκαψε το 2007 την Ηλεία, και μαζί 63 ανθρώπους, 1.500 σπίτια, 4,5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα και 60.000 ζωντανά, καταδικάστηκε τελικά σε δεύτερο βαθμό, έπειτα από επτά χρόνια, σε κατ’ οίκον κράτηση.
Αλλά, θα μου πεις, τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Να τη βάλεις φυλακή;
Ενας άνδρας των ΕΜΑΚ από αυτούς που ξενυχτούν στα πύρινα μέτωπα έχει μια πρόταση. Να τοποθετηθούν σε όλη την καμένη έκταση φωτογραφίες του δράστη –όταν πια καταλήξουν και οι εισαγγελείς ότι είναι ο δράστης– γράφοντας κάτω από τη φωτογραφία του ότι από δικό του λάθος ξεκίνησε η φωτιά τον Μάιο του 2021 που έκαψε 50.000 στρέμματα.
Οχι μόνο για να τιμωρήσουμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά για να θυμίσουμε σε όλους ότι οι φωτιές δεν πέφτουν από τον ουρανό.
Η πρότασή του μου θύμισε μια συνήθεια που έχουν στο Λονδίνο για τους χούλιγκαν χαμηλής παραβατικότητας – οι χούλιγκαν μεγάλης παραβατικότητας πάνε στη φυλακή. Δείχνουν τις εικόνες τους στα γήπεδα. Στις γιγαντοοθόνες αλλά και στα προγράμματα. Πας δηλαδή στο γήπεδο της Τσέλσι –συνέβη πρόσφατα σε φίλο, γι’ αυτό σας το γράφω– και στο πρόγραμμα του αγώνα που σου δίνουν, στη δεύτερη σελίδα έχουν μια φωτογραφία του Μπιλ –ας τον πούμε έτσι– με τη λεζάντα: «Ο Μπιλ πέταξε ένα μπουκάλι στον αγωνιστικό χώρο στον προηγούμενο αγώνα. Είναι πια ανεπιθύμητος σε αυτό το γήπεδο». Το βλέπει λοιπόν ο επόμενος επίδοξος μπουκαλορίχτης και ψαρώνει.
Δεν ξέρω αν μπορεί να πετύχει και με τις φωτιές. Πρέπει όμως κάτι να κάνουμε. Ολη αυτή η μαυρίλα που ζούμε είναι δικό μας έργο.
Εχουμε 4 ειδών πυρκαγιές.
Φωτιές από πρόθεση – λίγες.
Φωτιές από τυχαίο περιστατικό, ας πούμε ένα μεγάλο πουλί που κάθεται και καίγεται σε έναν ηλεκτρικό μετασχηματιστή και τα φτερά του βάζουν φωτιά στο δάσος – επίσης λίγες.
Φωτιές ανωτέρας βίας, ας πούμε ένας κεραυνός – επίσης λίγες.
Και φωτιές από αμέλεια! Το συντριπτικό ποσοστό των πυρκαγιών στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες είναι από αμέλεια.
Η φωτιά στο Μάτι, για να πούμε για την πιο μεγάλη καταστροφή που ζήσαμε πριν από τρία χρόνια, με 102 νεκρούς, ξεκίνησε και αυτή από μια αυλή στο Νταού Πεντέλης. Τον έπιασαν οι γύρω κάμερες, γιατί μιλάμε για μια κατοικημένη περιοχή. Του έκαναν παρατήρηση οι γείτονες αλλά αυτός εκεί, τον χαβά του. Αυτές τις μέρες, τα 15 κιβώτια της δικογραφίας παραδίδονται στην εισαγγελία. Ο ανακριτής επιμένει ότι είναι κακούργημα –προφανές μου ακούγεται–, ο εισαγγελέας λέει ότι είναι πλημμέλημα, ό,τι κι αν συμβεί, όμως, οι ευθύνες του εμπρηστή δεν πρέπει να χαθούν συζητώντας μόνο για τα λάθη, τις παραλείψεις και την εγκληματική ανικανότητα των πολιτικών και των υπηρεσιακών παραγόντων.
Η δημοσιοποίηση της ευθύνης αυτού που βάζει τη φωτιά, την κάθε φωτιά, μπορεί να λειτουργήσει παραδειγματικά για όλους αυτούς που μας καίνε.
Τις είκοσι μέρες του Μαΐου είχαμε, σύμφωνα πάντα με την Πυροσβεστική, 10 εμπρησμούς. Οι 2 ήταν από πρόθεση και οι 8 από αμέλεια (οι πέντε από αυτούς σε ξερά χόρτα). Καταστρεφόμαστε λοιπόν κυρίως από αμέλεια και όλοι εμείς κάτι πρέπει να κάνουμε.
Μια λύση θα ήταν να αρχίσουμε να συλλαμβάνουμε μόνοι μας εμείς οι πολίτες αυτούς που καίνε κλαδιά ή ψήνουν μπιφτέκια στη σκιά ενός δέντρου. Δεν αστειεύομαι. Το άναμμα οποιασδήποτε φωτιάς από 1η Μαΐου έως 30 Οκτωβρίου είναι αυτόφωρο αδίκημα και διώκεται αυτεπαγγέλτως. Και όπως σε όλα τα αυτόφωρα αδικήματα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει παρούσα αστυνομία, ή πυροσβεστική εν προκειμένω, μπορεί και πρέπει να επέμβει ο πολίτης.
Ας κόψουμε δρόμο λοιπόν. Ας γίνουμε εμείς φύλακες της πράσινης ζωής που μας έχει απομείνει.