Δύο ιστορίες για την εξέγερση του Νοέμβρη το 1973. Μικρή συμβολή και στα «Τραγούδια μας» του Φώντα Λάδη, που μελοποίησε ο αξέχαστος Μάνος Λοΐζος και ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας.
Ήταν κάποιο μεσημέρι μιας Κυριακής του 1976 που η επαρχία πληροφορήθηκε πως «λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη» και ότι παγώνει η τσιμινιέρα, σαν απεργούν οι εργάτες. Οι στιβαροί στίχοι του Φώντα Λάδη, με τη μουσική του Μάνου Λοΐζου, έφτασαν με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα, μέσω του κρατικού ραδιοφώνου.
(Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς, Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα atexnos.gr)
Τότε το κρατικό ραδιόφωνο λειτουργούσε σαν κόφτης στα τραγούδια με πολιτικοκοινωνικά μηνύματα. Ωστόσο όμως και αυτές οι κουτσουρεμένες εκπομπές του αποτελούσαν το μοναδικό, σχεδόν, δίαυλο επικοινωνίας –και γνωριμίας- της επαρχίας με τις νέες δημιουργίες. Αλλοιώς, για να ακούσει κάποιος τα καινούργια τραγούδια θα έπρεπε να διαθέτει πικάπ ή κασετόφωνο και να αγοράζει τους δίσκους ή τις κασέτες. Αυτές, όμως, οι επιλογές ήταν, κατά κανόνα, απαγορευτικές για τα λαϊκά βαλάντια της εποχής. Γι’ αυτό ο γράφων, που διέθετε μόνο ένα τραντζιστοράκι, χρειάστηκε κοντά στον ένα χρόνο για να ακούσει όλα μαζί «Τα τραγούδια μας». Αυτό έγινε την Πρωτομαγιά του 1977 στην Πρέβεζα.
Εκείνη την πρωτομαγιά έγινε στην Άρτα –τον τόπο καταγωγής μου- εργατική συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την παρακολούθησα παρέα με το Φώτη Γιώτη, συνομήλικο του πατέρα μου, και αδάμαστο αγωνιστή απ’ την Κατοχή μέχρι το θάνατό του. «Εδώ στην επαρχία το εργατικό κίνημα είναι αδύναμο και δεν μπορεί να δείξει πολλά. Στα αστικά κέντρα είναι αλλοιώς. Εκεί να φανούν περισσότερα.», είπε ο Φώτης με την εμπειρία που τον διέκρινε. Μετά τη συγκέντρωση μου πρότεινε να πάμε στην Πρέβεζα, όπου έμενε η αδερφή του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν πυροσβέστη. Όταν φτάσαμε στην Πρέβεζα ήταν σχεδόν μεσημέρι. Καθίσαμε στην αυλή ενός γείτονα της αδελφής του Φώτη, γιατί ο γαμπρός του κοιμόταν, επειδή έκανε νυχτερινή υπηρεσία στην Πυροσβεστική.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Όμως όλοι περίμεναν να γυρίσει ο Στράτος, που ήταν στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση. Ο Στράτος δούλευε φορτοεκφορτωτής στο Λιμάνι και ήταν μέλος του σωματείου Λιμενεργατών στην Πρέβεζα. «Ήταν στην οργάνωση “Άρης Βελουχιώτης”, αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες» μου ψιθύρισε ο, πάντα ενημερωμένος, Φώτης.
Μόλις φάνηκε ο Στράτος στη γωνία, η αδερφή του έβαλε το κασετόφωνο και η γειτονιά αντήχησε: «Αποβραδίς το Στράτο/τον πιάσαν δυό καλοί/ του λέν’ στο συνδικάτο/ να πάει να γραφτεί».
Μετά τις χαιρετούρες και τις συστάσεις ο Στράτος, που ήταν λιγομίλητος, είπε στην παρέα: «Εσείς χρειάζεστε το Συνδικάτο. Εγώ είμαι μέλος του σωματείου μου και πήγα στη συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά».
«Λεπτομέρειες» για την οργάνωση «Άρης Βελουχιώτης» έμαθα και γώ πρίν δυό χρόνια. Τότε ο Δανιήλ Σπαρτιάτης και ο Ευάγγελος Αυδίκος, φοιτητές, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στη δεκαετία του 1970, έγραψαν για «Μια άγνωστη επέτειο» στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (13/7/2017): «Στις 9/7/1974 ξεκίνησε στα Ιωάννινα το τελευταίο Έκτακτο Στρατοδικείο της επτάχρονης δικτατορίας. Είκοσι επτά μέλη της αντιδικτατορικής οργάνωσης “ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ”, στην πλειονότητά τους φοιτητές, κυρίως από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αλλά και νεολαίοι εργάτες από την Πρέβεζα, καθώς και φοιτητές από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, καταδικάστηκαν σε ποινές από 6 μήνες ώς 10 χρόνια, με την απόφαση του στρατοδικείου στις 12 Ιουλίου 1974. Η οργάνωση συστάθηκε ως μετωπική οργάνωση της ΚΝΕ, λίγο μετά την εξέγερση του “Πολυτεχνείου”. Από έλλειψη συνωμοτικής πείρας κυρίως του πυρήνα Ιωαννίνων, τυχαία γεγονότα και λάθη, έγιναν οι πρώτες συλλήψεις στο τέλος Απριλίου και συνεχίστηκαν ώς το τέλος Μαΐου 1974».
Ο Στράτος, λοιπόν, της Πρέβεζας ήταν ο Ευστράτιος Σάφης, ένας απ’ τους 27 καταδικασθέντες. Έφαγε δυό χρόνια φυλακή με τριετή αναστολή. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήταν και ο Δ. Σπαρτιάτης με τον Ευ. Αυδίκο.
Η πρωτομαγιά στην Πρέβεζα το 1977 κύλησε με όλα «Τα τραγούδια μας», που παίχτηκαν ξανά και ξανά, μέχρι αργά το απόγευμα. Ξεχώρισα το τραγούδι «Μέγαρα».
Όχι γιατί ήξερα για την εξέγερση των Μεγαρέων στη διάρκεια της χούντας, αλλά ένεκα του Σάκη Κουβά. Του ποδοσφαιριστή, που είναι σύμβολο για τα Μέγαρα. Ο Σ. Κουβάς αγωνίστηκε στο Βύζαντα Μεγάρων (1966-1971) και συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο της ομάδας στην Α’ Εθνική. Το 1971 η μεταγραφή του Σ. Κουβά στον Παναθηναϊκό απασχόλησε το Πανελλήνιο. Αγωνίστηκε μόνο την περίοδο 1971-72 στον Παναθηναϊκό. Επέστρεψε πίσω στα Μέγαρα όπου έκλεισε την καριέρα του το 1985.
Τα κύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου άρπαξαν την άγουρη, πολιτικά, γενιά μας και, απ’ τις εξέδρες των γηπέδων με τα συνθήματα «Ύβ! Ύβ! και Ρομαίν!», την έριξαν στα βαθιά νερά της πάλης για «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» και όλα τα δίκαια του λαού. Συνθήματα σαν τα παραπάνω συνθήματα –εντός και εκτός γηπέδων- ήταν για τους Ελληνογάλλους ποδοσφαιριστές Υβ Τριντάλυλλο και Ρομαίν Αργυρούδη που έπαιξαν στον Ολυμπιακό την περίοδο 1971-1974.
Μετά τη μεταπολίτευση μάθαμε και για τις «προεργασίες» που οδήγησαν στην εξέγερση του Νοέμβη. Ένα απ’ τα πιό εκρηκτικά μείγματα της αντιδικτατορικής πάλης διαμορφώθηκε στα Μέγαρα, όταν το 1970 η χούντα απαλλοτρίωσε 10.000 στρέμματα με ελαιώνες και αμπέλια για να γίνουν εργοστάσια αλουμίνας και διυλιστήριο. Αρχικά τα εκχώρησε στον Ωνάση και στη συνέχεια στον Ανδρεάδη.
Το ντοκυμαντέρ «Μέγαρα», των Γιώργου Τσεμπερόπουλου και Σάκη Μανιάτη, αποτυπώνει με μεγάλη εκφραστικότητα την ομόθυμη λαϊκή αντιπαράθεση των Μεγαρέων με τη χούντα των συνταγματαρχών. Καταγράφει και τη μετάβαση των Μεγαρέων διαδηλωτών στο Πολυτεχνείο με τους κλεισμένους φοιτητές. Μάλιστα απ’ τα μεγάφωνα αλλά και το σταθμό του Πολυτεχνείου διαβάστηκε μήνυμα συμπαράστασης της «Επιτροπής Αγώνος Μεγάρων» στους φοιτητές που, ανάμεσα στα άλλα, τόνιζε: «Ο αγώνας είναι κοινός. Είναι για την Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση είναι η ανατροπή της δικτατορίας και η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας. Για το λαό της που θέλει να καθορίζει τη ζωή του, να εξασφαλίζει την υγεία του και να πορεύεται στο δρόμο της προκοπής».
Το 1978, συνήλθε το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το πρώτο νόμιμο Συνέδριο , μετά από 27 χρόνια παρανομίας και 25 χρόνια αναγκαστικής προσφυγιάς. Το Συνέδριο επεξεργάστηκε το πρόγραμμα της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας για τη δημοκρατία του λαού και το σοσιαλισμό. Το πρόγραμμα της δημοκρατίας του λαού ήταν στόχος πάλης για τη συσπείρωση όλων των δυνάμεων που είχαν συμφέρον από την εφαρμογή αυτού του προγράμματος, καθώς το καθεστώς που θα προκύψει «θα στρέφεται ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό και την ντόπια μονοπωλιακή ολιγαρχία και στους εκφραστές των συμφερόντων τους σ’ όλους τους τομείς της ζωής της χώρας μας».
Μετά από μια ανάλυση των αποφάσεων του 10ου Συνεδρίου μια παρέα κατάληξε, όπως ήταν τότε η συνήθεια, σε ταβέρνα. Κι εκεί, χαλαρά πιά μετά τα κρασάκια, ένας νεαρός ρώτησε το σύντροφο καθοδηγητή: «Στις δυνάμεις που μπορούν να συσπειρωθούν για το πρόγραμμα της δημοκρατίας του λαού, μπορούν να ενταχθούν και οι σύνδεσμοι των φιλάθλων;». Ο καθοδηγητής αποπήρε το νεαρό, που έδειξε να θίγεται για τον τρόπο που του απάντησε. Το κατάλαβε ο καθοδηγητής και διόρθωσε ρωτώντας το νεαρό: «Και ποιά είναι τα κριτήρια για τη δράση τους, η οποία μπορεί να εντάξει τους συνδέσμους των φιλάθλων σε αυτές τις δυνάμεις;».
Ο νεαρός απάντησε με ετοιμότητα: «Στη χούντα οι φίλαθλοι του Βύζαντα Μεγάρων έδειραν την Αστυνομία! Αυτό δεν είναι στοιχείο σύγκρουσης με έναν απ’ τους πιο βασικούς μηχανισμούς καταστολής του αστικού κράτους;».
Η κουβέντα σταμάτησε εκεί, αφήνοντας κάποια αμηχανία. Έκτοτε, όμως εγώ, όταν με ρωτούσαν με ποιά ομάδα είμαι, απαντούσα: «Με το Βύζαντα Μεγάρων, γιατί οι φίλαθλοί του έδειραν την αστυνομία στη διάρκεια της χούντας».
Το ίδιο είπα και στον Ανδρέα Παπανικόλα, μόνιμο κάτοικο των Μεγάρων, που ήταν παντρεμένος με την πρώτη εξαδέλφη της γυναίκας μου. Ο Ανδρέας είχε κτήματα με ελιές και υπήρξε αγροτοσυνεταιριστής για πολλά χρόνια.
Εδώ και κάμποσα χρόνια πηγαίνω στα Μέγαρα και αγοράζω το λάδι της χρονιάς απ’ τον Αντρέα. Δυστυχώς ο Αντρέας έφυγε απ’ τη ζωή το Σεπτέμβρη του 2018 σε ηλικία 74 ετών, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα και αφού ταλαιπωρήθηκε σε διάφορα κέντρα αποκατάστασης.
Την πρώτη φορά, όταν του μίλησα για το ξύλο της αστυνομίας απ’ τους φιλάθλους του Βύζαντα, ο Αντρέας δεν είπε τίποτε. Την δεύτερη όμως φορά αντέδρασε λιγάκι απότομα:
-Ε, όχι! Δεν έδειραν την Αστυνομία οι φίλαθλοι. Εμείς τη δείραμε!
-Ποιοί είσαστε «εσείς»;
-Οι εξεγερμένοι Μεγαρείς με τις οικογένειές τους!
Στις 13 Απρίλη 1973 οι Μεγαρείς ήταν στην Αθήνα, όπου επρόκειτο να εκδικαστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) η προσφυγή τους κατά των απαλλοτριώσεων. Εκείνη τη μέρα, και εντελώς απροειδοποίητα, οι μπουλντόζες του Ανδρεάδη μπήκαν στον ελαιώνα και άρχισαν να ξεριζώνουν τις ελιές.
Ο Αντρέας ήταν παρών: «Είχα και ‘γώ το ρόλο μου εκεί. Είδα τις μπουλντόζες με υψωμένα τα υνιά να μπαίνουν στον ελαιώνα. Έκαναν σαν να χόρευαν. Χτυπάγανε δεξιά και αριστερά τους κορμούς. Κι όπως ξεριζώνονταν κι έπεφταν τα κουφάρια απ’ τις ελιές ένοιωσα να ξεριζώνεται και μένα η καρδιά μου. Αλλοφρόνησα. Έφυγα τρέχοντας. Το μυαλό μου είχε θολώσει. Με μια ανάσα έφτασα στην εκκλησία. Ανέβηκα στο καμπαναριό και άρχισα να χτυπάω δαιμονισμένα την καμπάνα. Αμέσως μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Εγώ συνέχιζα μανιασμένα να χτυπάω την καμπάνα. Ήρθε η ασφάλεια και επιχείρησε να ανέβει να με συλλάβει. Το είχα προβλέψει και σφάλισα την καταπακτή του καμπαναριού. Ο ασφαλίτης δεν μπορούσε να με προσεγγίσει. Ο κόσμος ήταν γύρω-γύρω. Φωνές, κακό, οχλαγωγή. Κι ο ασφαλίτης να απειλεί: “Κατέβα κάτω”. Κατέβηκα μετά από αρκετή ώρα και αφού ο ασφαλίτης υποσχέθηκε στον κόσμο ότι δεν θα με συλλάβει».
Κάποιους άλλους που «βαρέσανε τις καμπάνες τους κλείσανε μέσα», όπως ακούγεται στο ντοκυμαντέρ. Μετά από εκείνη την κινητοποίηση 800 γυναικόπαιδα έτρεξαν και σταμάτησαν τις μπουλντόζες. Ορίστηκε νέα εκδίκαση της υπόθεσης στο ΣτΕ στις 16 Νοέμβρη 1973, μέρα σημαδιακή γιατί συνέπεσε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ο Αντρέας με τη γυναίκα του, την Γεωργία, ήταν ανάμεσα στους Μεγαρείς που πήγαν στο Πολυτεχνείο. «Έτσι γλύτωσαν οι ελιές μας. Γι’ αυτό τρώμε –μαζί με μας και εσύ- σήμερα το λαδάκι μας» τελείωσε την αφήγησή του ο Αντρέας. Όση ώρα μιλούσε έδειχνε ταραγμένος, όπως εκείνες τις δύσκολες ώρες του 1973. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν μίλησε ποτέ στα παιδιά του, για εκείνη την σκληρή εμπειρία.
Όταν ρώτησα τον Αντρέα για το ρόλο που είχε σε εκείνη την κινητοποίηση μου απάντησε: «Αυτό δεν θα σου το πώ. Θα το πάρω μαζί μου» -όπως και έγινε.
Με το Φώντα Λάδη γνωριστήκαμε, όταν δούλευα στο «Ριζοσπάστη» και ήμουνα υποψήφιος σε κάποιες εκλογές για το Διοικητικό Συμβούλιο του επικουρικού ταμείου των δημοσιογράφων (ΕΔΟΕΑΠ). Στις 9 Μάρτη 2018 ο σκιτσογράφος Στάθης Σταυρόπουλος παρουσίασε το άλμπουμ «Ένα βήμα μπρός δύο κωλοτούμπες πίσω». Μετά την παρουσίαση ο Φ. Λάδης πρότεινε, ήταν ακόμα δυό φίλοι, να πάμε σε ένα ταβερνάκι στη γειτονιά του, στον Κολωνό. Κατηφορίζοντας την οδό Πανεπιστημίου ήρθε η κουβέντα στα «Τραγούδια μας». Όταν μιλήσαμε για τα Μέγαρα ο Φώντας μου είπε: «Εγώ συγκλονίστηκα όταν έμαθα ότι οι παπάδες χτυπούσαν τις καμπάνες».
«Τις καμπάνες δεν τις χτύπησαν παπάδες. Λαϊκοί τις χτύπησαν» του είπα ξαφνιάζοντάς τον. Του διηγήθηκα τις ιστορίες για το Στράτο και τον Ανδρέα. Ο Φώντας έδειξε ξαφνιασμένος ευχάριστα. Άλλωστε, αυτές οι μικρές ιστορίες έδειχναν πως η σπορά εκείνων των τραγουδιών του είχαν πολύ βαθιές λαϊκές ρίζες. Κι έπειτα με αυτά τα τραγούδια πορεύτηκαν γενιές ολόκληρες στη δουλειά και στον αγώνα.
Στις 17 Νοέμβρη 2018 ο Φώντας Λάδης έστειλε στο «Ριζοσπάστη» τέσσερα ανέκδοτα τραγούδια και δύο παραλλαγές για την εξέγερση του Νοέμβρη το 1973. ). Σε τρία απ’ τα ποιήματα υπάρχει αναφορά στον ξεσηκωμό των Μεγαρέων ενάντια στη χούντα. Το ποίημα με τίτλο «Μέγαρα» ξεκινά με το στίχο «Τουτ’ η ελιά που χάλασες, έχει κακές τις ρίζες» και, προφητικά για την πτώση της χούντας, καταλήγει: «Τουτ’ η ελιά που χάλασες, αυτή θα σε χαλάσει».
Η δημοσίευση των τραγουδιών στο «Ριζοσπάστη» συνοδεύτηκε και με δηλώσεις του Φ. Λάδη, όπου, μεταξύ των άλλων, σημείωνε: «Γεγονότα τέτοιας εμβέλειας, όπως είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν αρκεί να φυλάσσονται στη συλλογική μνήμη με τη συναισθηματική τους μόνο διάσταση και τον δυνατό συμβολισμό τους. Αξίζει, με τη βοήθεια και της τέχνης, να διατηρούνται στην επιφάνεια της συνείδησης και εμείς, έτσι, να οδηγούμαστε στην ανακάλυψη της αληθινής σημασίας τους».
Συνάντησα ξανά το Φώντα Λάδη σε μια εκδήλωση της ΚΝΕ, που ήταν αφιερωμένη στην ποίησή του, στις 19.3.2019. Του έδειξα μια φωτογραφία του Αντρέα απ’ τα Μέγαρα. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία ο Φώντας είπε: «Αυτά πρέπει να τα γράψεις».
Ας είναι αυτές οι δυό ιστορίες μια μικρή κατάθεση της συλλογικής μνήμης για γεγονότα με την εμβέλεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Κι ας αποτελέσουν, επίσης, μια μικρή συμβολή σε εκείνα τα τραγούδια που έθρεψαν –και θρέφουν- τις ελπίδες για την προκοπή στον τόπο μας.
Επίλογος με ένα ακόμα γεγονός: Το Γενάρη του 2019 ο Τάκης Κωνσταντινόπουλος παρουσίασε ένα CD με 21 τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση. Περιλαμβάνονται και δυό ανέκδοτα τραγούδια των Μάνου Λοΐζου και Δημήτρη Λάγιου σε ποίηση του Φώντα Λάδη: «Το λιμάνι απόψε» και τα «Μαντεμοχώρια».
Στο εξώφυλο του CD ο Φ. Λάδης, μεταξύ των άλλων, σημειώνει: «Τα Μαντεμοχώρια, γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, περιγράφει τη δύσκολη ζωή μιας ιδιόμορφης και “αδικημένης” περιοχής που ανήκει στο δήμο Αριστοτέλη. Μιας περιοχής που ήρθε και πάλι έντονα στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια με αφορμή τους αγώνες των κατοίκων ενάντια στα σχέδια εξόρυξης χρυσού απ’ την Καναδέζικη εταιρεία Eldorado Gold. Φαινομενικά αδιέξοδοι κόσμοι, λοιπόν, αναδύονται κι απ’ αυτά τα δυό τραγούδια. Αλλά ο αγώνας, προσωπικός – ή όπως στη δεύτερη περίπτωση- συλλογικός βγάζει τελικά στο ξέφωτο».
Σε εκείνη λοιπόν την παρουσίαση συμμετείχε και ο μουσικός Σπύρος Παπανικόλας, γιός του Αντρέα απ’ τα Μέγαρα…